- διαδέκτωρ
- διαδέκτωρ (-ορος), ο (Α) [διαδέχομαι]1. κληρονόμος, διάδοχος2. αυτός που προέρχεται από κληρονομιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαδέκτορα — διαδέκτωρ inheritor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέκτορας — διαδέκτωρ inheritor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)